ζωόφυτα — ζωόφυτον zoöphyte neut nom/voc/acc pl ζωόφυτος zoöphyte neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφυτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζωόφυτα 2. αυτός που περιέχει ζωόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophytic < zoo (πρβλ. ζω(ο) [II]) + phytic (πρβλ. φυτικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ … Dictionary of Greek
PHILTRA — quibus in amorem per vim inducuntur homines, ἀνάγκαι quoque et κατανάγκαι Graecis dicta, ut ex Synesio discimus, qui κατανάγκας et καταδέσμους in amatoriis memorat. Unde et herba, cuius ad amatoria usus, Plinio, l. 27. c. 8. catanance appellatur … Hofmann J. Lexicon universale
φυτόζωα — τα, Ν βιολ. παλαιότερη γενική ονομασία πολλών ασπόνδυλων ζώων που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αύξησής τους, αλλ. ζωόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytozoon < φυτό + ζῴο. Η λ. μαρτυρείται από το 1819… … Dictionary of Greek